- ἀκανθίδες
- ἀκανθίςgoldfinchfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εράνθεμο — το φυτό με ωραία άνθη (συνήθως θερμοκηπίου) τής οικογένειας ακανθίδες (acanthaceae) … Dictionary of Greek
θουμβεργία — και τουμπέργκια, η βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην τάξη σκροφουλαριώδη, οικογένεια ακανθίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. thunbergia (από το όνομα τού Σουηδού βοτανολόγου Carl P. Thunberg + ia)] … Dictionary of Greek
ιακωβίνια — η ανγειόσπερμο δικότυλο φυτό τής τάξης σκροφουλαριώδη, τής οικογένειας ακανθίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. Jacobinia < τοποθεσία Jacobina τής Βραζιλίας] … Dictionary of Greek
λεπιδαγκαθίς — η βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας ακανθίδες … Dictionary of Greek
ρουελλία — η, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια ακανθίδες τής τάξης σκροφουλαριώδη. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. ruellia, < νεολατ. ruellia από το όνομα τού J. Ruel, Γάλλου βοτανολόγου] … Dictionary of Greek
στροβιλανθής — ο, Ν βοτ. μεγάλο γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια ακανθίδες τής τάξης σκροφουλαριώδη και περιλαμβάνει 250 300 είδη μικρών θαμνωδών ή πολυετών ποωδών φυτών που είναι ιθαγενή τής τροπικής Ασίας, τής Ωκεανίας και τής… … Dictionary of Greek